Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Μέρος 36


Έφθασαν εις το μέρος όπου ήτον τοποθετημένον το ιππικόν, αλλ'
επειδή ουδ' αυτού δεν εστάθησαν, αλλ' έφευγον με την ιδίαν
αταξίαν, ο αρχηγός του ιππικού ηναγκάσθη να συνακολουθήση εις
την φυγήν, αφήσας όλας τας σκηνάς και πολλάς αποσκευάς του
ιππικού. Επειδή δε η διάβασις έμελλε να γένη από μίαν ξυλίνην
γέφυραν, οι ιππείς θέλοντες να προλάβωσι διά να μην τύχη και
την πιάσωσιν οι εχθροί και επομένως βλαφθώσι, μη ούσης άλλης
διαβάσεως δι' αυτούς, ετάχυνον τον δρόμον των. Τούτο έδωκεν
αιτίαν εις τους πεζούς να τρέχωσι μ' όλας τας δυνάμεις των διά
να μην μείνωσιν οπίσω και ηύξησαν εις τον ανώτατον βαθμόν τον
θόρυβον. Ελεεινόν θέαμα! Εκείνοι οίτινες διέβησαν την νύκτα διά
μέσου του στρατοπέδου του Ομέρ πασά εις Δίστομον, προξενήσαντες
θάμβος και έκστασιν εις τους εχθρούς, εκείνοι οίτινες επέπεσον
την νύκτα εις το στρατόπεδον το πολιορκούν το Μεσολόγγιον και
εισεχώρησαν ανά μέσον των σκηνών έως εις αυτό το άσυλον του
Κιουταχή, έφευγον με την πλέον φρικτήν αταξίαν και κυριευμένοι
από μέγιστον τρόμον, ενώ δεν κατεδιώκοντο εκ του πλησίον από
τον εχθρόν, απέδειξαν εμπράκτως ότι φρόνιμος και ανδρείος
αρχηγός είναι καλήτερος από μέγα και ανδρείον στρατόπεδον.

Συνήλθον τέλος πάντων εις Φαληρέα όλοι οι φεύγοντες εκτός των
Πετμεζαίων, οι οποίοι με οκτακοσίους περίπου στρατιώτας
διευθύνθησαν προς Ελευσίνα. Οι Τούρκοι ακολουθούσαν μακρόθεν μέ
παρατήρησιν και περίεργον προσοχήν, υποπτεύοντες ίσως καμμίαν
ενέδραν, αλλ' ήσαν μακράν του να γνωρίσωσι την αληθή κατάστασιν
του Ελληνικού στρατεύματος. Επλησίασαν μ' όλον τούτο εις τους
περί τον Φαληρέα προμαχώνας, όπου εάν δεν ήθελον σταθή ο Κήτζος
Τζαβέλας και ο Κώστας Βλαχόπουλος, ήθελον ίσως κυριεύσει οι
εχθροί και τα κανόνια. Ματαίως επροσπαθούσαν οι αξιωματικοί να
εμψυχώσωσιν οπωσούν το στράτευμα και να το πληροφορήσωσιν ότι
δεν υπάρχει πλέον κίνδυνος. Οι στρατιώται και προ πάντων οι
εσχάτως ελθόντες από τας νήσους, όντες ασυνείθιστοι από τοιαύτα
πράγματα, συνήρχοντο πλησίον της θαλάσσης και απέβλεπον προς
αυτήν, ως το μόνον μέσον της σωτηρίας των. Όστις είδε το
στρατόπεδον τούτο εις την ακμήν του, ζώντος έτι του Καραϊσκάκη,
δεν ηδύνατο να μη δακρύση βλέπων τοιαύτην μεταβολήν εις αυτό,
το οποίον ωμοίαζεν ως ποίμνιον διασκορπισθέν από τους λύκους.
Ηύξησε δε έτι μάλλον την αθυμίαν και τον φόβον των στρατιωτών η
διήγησις του τρομερού δυστυχήματος, το οποίον έπαθον οι
εκστρατεύσαντες, και το οποίον διηγούμενοι μόνοι των οι
διασωθέντες, το αποκατέστηνον ελεεινότερον και αισθαντικοτέρας
λύπης και φόβου πρόξενον.

Εφάνη τελευταίον η ημέρα, η οποία τόσον επιθυμητοτέρα ήτον εις
τους Έλληνας, όσον έμελλε να διασκεδάση το τρομερόν κακόν του
φόβου και της αταξίας. Οι Τούρκοι επέστρεψαν εις τας σκηνάς
των, αφήσαντες μόνον μερικούς εις το μοναστήριον. Ο Γιαννούσης
θέλων να εμψυχώση οπωσούν τους Έλληνας και να τους αποτρέψη από
την επιθυμίαν της φυγής, τους παρεκίνησε να προσβάλωσι κατά των
εις το μοναστήριον εχθρών· κινείται πρώτος μέ προθυμίαν και το
παράδειγμά του εμψύχωσεν ικανούς. Οι Τούρκοι όμως μη έχοντες,
φαίνεται, σκοπόν να φυλάξωσι το μοναστήριον, δεν επιάσθησαν εις
μάχην, αλλ' έφευγον πριν ακόμη πλησιάσωσιν οι Έλληνες. Μετά
τούτο συνελθόντες οι αξιωματικοί του στρατοπέδου (επειδή ο
αρχιστράτηγος δεν είχεν ακόμη φανή έως εις εκείνην την στιγμήν)
και έχοντες ακόμη κάποιαν ελπίδα, ότι ημπορούσε να συνέλθη εις
αυτό το στρατόπεδον, εσκέπτοντο πώς να διαθέσωσι τα πράγματα.
Απεφάσισαν δε να τοποθετηθώσιν εις το μοναστήριον, εις έν
οχύρωμα πλησίον του μοναστηρίου και εις τον Φαληρέα.

Αλλ' ενώ κατεγίνοντο εις τούτο οι αξιωματικοί, οι στρατιώται
εσκέπτοντο περί τρόπου αναχωρήσεως από το στρατόπεδον και εις
ολίγον διάστημα όλοι εν γένει οι νησιώται, έχοντες πλοία εδικά
των, ή γνωρίζοντες τους πλοιάρχους ανεχώρησαν, εκτός τινων
αξιωματικών μόνον, οι οποίοι διέμειναν εις το στρατόπεδον από
φιλοτιμίαν. Ανεχώρησαν ομοίως και πολλοί άλλοι στρατιώται, όσοι
ηδυνήθησαν να εύρωσι πλοία, ώστε μόλις το ήμισυ του
στρατεύματος διέμενεν ακόμη εις το στρατόπεδον. Μ' όλα ταύτα
όμως ετοποθετήθησαν εις τας προσδιορισθείσας θέσεις τα
διαμένοντα στρατεύματα· και όταν περί το δειλινόν είδον τον
Κιουταχήν ερχόμενον από τας Αθήνας με τρεις χιλιάδας περίπου
πεζούς και ιππείς, ετοιμάσθησαν διά να τον αντικρούσωσιν. Αλλ'
αυτός περιελθών και επισκεφθείς όλους τους προμαχώνας και τα
οχυρώματα, τα οποία είχον αφήσει οι Έλληνες, επέστρεψεν εις το
στρατόπεδόν του. Όταν οι Έλληνες είδον ότι δεν είχε σκοπόν διά
πόλεμον, εξήλθον από το μοναστήριον και ακολούθησαν ολίγον
κατόπιν του, προκαλούμενοι αυτόν τρόπον τινά ως εις μάχην.

Αι νέαι δυνάμεις, αι οποίαι έφθασαν κατ' εκείνας τας ημέρας εις
το στρατόπεδον υπό την οδηγίαν του Κώστα Δροσίνη, Γιαννάκη
Στράτου και άλλων τινών, έδωκαν ελπίδα εις τους αξιωματικούς,
ότι ήτον ακόμη δυνατόν να μη διαλυθή το στρατόπεδον. Έλαβον
λοιπόν μέτρον να τοποθετηθώσιν αρμοδίως τα διάφορα σώματα εις
τας θέσεις, όσας ενόμιζον αναγκαίας διά να μην καταδιωχθώσιν ή
αποκλεισθώσιν επί υποθέσει εφόδου εχθρικής. Αλλ' η έλλειψις
αρχηγού εματαίωνεν όλα τα σχέδια. Το στρατόπεδον εσύγκειτο από
διάφορα σώματα, των οποίων οι αρχηγοί δεν κατεδέχοντο να
οδηγηθώσιν από άλλον όμοιόν των. Αφίνω κατά μέρος τας ματαίας
ελπίδας, τας οποίας ημπορούσαν να έτρεφον μερικοί· ο Κήτσος
Τζαβέλας και ο Κώστας Μπότσαρης ενομίζοντο ικανώτεροι να
διαδεχθώσι τον Καραϊσκάκην. Αποτυχίαι σημαντικαί, αι οποίαι εις
διαφόρους μάχας συνέβησαν εις τον Μπότσαρην, έδιδαν την
υπεροχήν εις τον Τζαβέλαν και ίσως ο τελευταίος ούτος ήθελεν
επιτύχει της αρχηγίας, εάν το σώμα του Καραϊσκάκη ήθελε
συγκατατεθή να τον δεχθή· η αντιζηλία όμως η μεταξύ Σουλιωτών
και Στερερελλαδιτών, η οποία απέβη τόσον σημαντική επί της
εκστρατείας ταύτης του Καραϊσκάκη, δεν άφινε τους αξιωματικούς
τούτου του σώματος να δεχθώσι δι' αρχηγόν τον Τζαβέλαν.

Μετά πολλάς και επιμόνους διαφιλονεικήσεις περί της αρχηγίας,
επροβλήθη τελευταίον να διορισθή καν προσωρινός αρχηγός ο
Τζαβέλας, διά να μη μένη το στράτευμα χωρίς κεφαλήν· αλλ' ουδέ
τούτο δεν έγεινε δεκτόν· απεφασίσθη δε μόνον να διοική ο
Τζαβέλας εν όσω το στρατόπεδον ευρίσκεται εις Φαληρέα. Εν
τούτοις παρουσιάζεται εις την συνέλευσιν των αξιωματικών ο Ι.
Θ. Κολοκοτρώνης και ζητεί την άδειαν ν' απέλθη εις
Πελοπόννησον, προβάλλων ότι η πατρίς του έχει ανάγκην της
παρουσίας αυτού και των στρατευμάτων του διά τον παρά του
Ιμπραήμη κίνδυνον· τα αυτά συγχρόνως επρόβαλε και ο Σισίνης.
Αλλ' οι αξιωματικοί, οι οποίοι επροσπαθούσαν να διατηρήσωσιν
ακόμη το στρατόπεδον, απεκρίθησαν ότι το ζήτημά των δεν είναι
αρμόδιον εις την περίστασιν, δεν είναι δε ούτε εύλογον, ούτε
έντιμον εις αυτούς ν' αναχωρήσωσι καθ' ην εποχήν το στρατόπεδον
έχει ανάγκην ενδυναμώσεως και υποστηρίξεως. Ο I. Θ.
Κολοκοτρώνης έχων, καθώς εφαίνετο, σταθεράν απόφασιν διά να
αναχωρήση, επέμεινε δικαιολογών το ζήτημά του· επειδή δε οι
αξιωματικοί αντέτεινον, η φιλονεικία απέβη ζωηροτάτη, και ο I.
Θ. Κολοκοτρώνης ηναγκάσθη να μείνη και εναντίον της επιθυμίας
του εις το στρατόπεδον.

Η δυσκολία, την οποίαν επέφεραν εις τον I. Θ. Κολοκοτρώνην,
έδωκεν αιτίαν εις τους άλλους Πελοποννησίους αρχηγούς να
μεταχειρισθώσι πλαγίους τρόπους προς αναχώρησιν. Ο μεν Σισίνης
λοιπόν έφυγε κρυφίως, μεταβάς εις το άντικρυ του Κερατζινίου
νησίδιον, από το οποίον ανεχώρησε μισθώσας με ικανήν χρηματικήν
ποσότητα έν πλοιάριον. Ο δε Π. Νοταράς, λαβών την άδειαν ν'
απέλθη εις Σαλαμίνα δι' ολίγας ημέρας, διευθύνθη εις Κόρινθον
με την επιθυμίαν του να λάβη υπό την εξουσίαν του το φρούριον.
Τοιούτους τρόπους μεταχειριζόμενοι και άλλοι κατώτεροι
αξιωματικοί ανεχώρουν αδιακόπως από το στρατόπεδον.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου